Εβδομήκοντα, μετάφραση των-

Εβδομήκοντα, μετάφραση των-
Η μετάφραση του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα, που έγινε –σύμφωνα με την παράδοση– από ομάδα 72 ελληνιστών Ιουδαίων. Πήρε την ονομασία των Ε. για χάρη συντομίας και παριστάνεται συμβολικά με το γράμμα Ο’. Είναι η πιο γνωστή παλιά ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης και εκπονήθηκε για την εξυπηρέτηση των ελληνόφωνων Εβραίων, οι οποίοι είχαν λησμονήσει την εβραϊκή γλώσσα, και για τη διευκόλυνση του προσηλυτισμού των εθνικών. Ξεκίνησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου (285-246 π.Χ.) και ολοκληρώθηκε το δεύτερο μισό του 2ου αι. π.Χ. Η χριστιανική Εκκλησία, από την εμφάνισή της, θεωρούσε πάντοτε εξίσου θεόπνευστο το ελληνικό αυτό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, αφού, όπως φαίνεται από τα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης που υπάρχουν μέσα στην Καινή Διαθήκη, το κείμενο αυτό χρησιμοποίησαν ο Χριστός και οι Απόστολοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Έσδρας — (5ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιερέας των Ιουδαίων και νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε κατά την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας και μαζί με τον Νεεμία συνετέλεσε στη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση των Ιουδαίων που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”